σύμμετροι

σύμμετροι
σύμμετρος
commensurate with
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξύμμετροι — σύμμετροι , σύμμετρος commensurate with masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμμετρος — η, ο/ σύμμετρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει με άλλον κοινό μέτρο σε σχέση με κάτι, ανάλογος 2. αυτός που παρουσιάζει συμμετρία, συμμετρικός 3. ισόμετρος νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται με μέτρο, αυτός στον οποίο τηρούνται οι αναλογίες («η μελέτη του… …   Dictionary of Greek

  • παράμετρος — (Μαθημ.). Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά και σημαίνει ένα μεταβλητό δεδομένο προβλήματος. Ας περιοριστούμε στη στοιχειώδη (κλασική) άλγεβρα για να δώσουμε ένα παράδειγμα: ζητούνται δυο (μιγαδικοί, γενικά) αριθμοί με άθροισμα τον α και με… …   Dictionary of Greek

  • σύμμετρος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που έχει κοινό μέτρο με κάποιον άλλο ως προς κάτι: Σύμμετροι αριθμοί. 2. αυτός που βρίσκεται σε αρμονία με κάτι άλλο: Οι δαπάνες του είναισύμμετρες προς τα έσοδά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”